σιροπιάζω

σιροπιάζω
και σοροπιάζω Ν [σιρόπι / σορόπι]
1. (μτβ.) διαβρέχω, περιχύνω γλύκισμα με σιρόπι
2. (αμτβ.) α) (για διάλυμα ζάχαρης και νερού ύστερα από βρασμό) γίνομαι σιρόπι, γίνομαι παχύρρευστος σαν σιρόπι
β) (για γλύκισμα) διαβρέχομαι με σιρόπι, απορροφώ σιρόπι και μαλακώνω
γ) μτφ. (ιδίως στον τ. σοροπιάζω)
i) συμπεριφέρομαι με γλυκερό τρόπο
ii) (ειδικά) επιδίδομαι σε ερωτικές τρυφερότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιροπιάζω — και σοροπιάζω σιρόπιασα, ρίχνω σιρόπι: Σιροπιάζω το κανταΐφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιροπιάζω — σιροπιάζω, σιρόπιασα, σιροπιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοροπιάζω — Ν βλ. σιροπιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”